- πενταπέταλον
- πεντα-πέτᾰλον, τό, = sq., Cat.Cod.Astr.8 (3).162.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενταπέταλον — τὸ, Α το πενταπετές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πέταλον] … Dictionary of Greek